- εξορίζω
- (I)(AM ἐξορίζω) [ορίζω]1. υποχρεώνω κάποιον να φύγει έξω από τα σύνορα τής χώρας, απελαύνω2. διώχνω μακριά, απομακρύνωμσν.- νεοελλ.(για εχθρό) απωθώ, αποκρούωνεοελλ.εκτοπίζω κάποιον, τού επιβάλλω να απομακρυνθεί από τον τόπο κατοικίας και να παραμείνει υπό επιτήρηση σε άλλη περιοχή τής επικράτειαςμσν.1. στέλνω2. (για άνεμο) παρασύρωαρχ.1. (για βρέφος) εκθέτω, εγκαταλείπω2. (για ανίατους ασθενείς) απομονώνω3. πηγαίνω από πόλη σε πόλη4. μέσ. προέρχομαι.————————(II)ἐξορίζω (Α)βγάζω τον ορό από το τυρί.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ορίζω (< ορός)].
Dictionary of Greek. 2013.